διφθέρινος

διφθέρινος
-η, -ο (Α διφθέρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διφθέρινος — η, ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διφθερίναις — διφθέρινος of tanned leather fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθερίνοις — διφθέρινος of tanned leather masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Патологическая анатомия бактериальных детских инфекций — Среди бактериальных детских инфекций особое значение имеют дифтерия, менингококковая инфекция, коклюш и скарлатина. Содержание 1 Дифтерия 1.1 Этиология 1.2 Эпидемиология …   Википедия

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”